νομοτέλεια — η η κατά ορισμένους νόμους ύπαρξη και λειτουργία φαινομένου ή γεγονότος: Η νομοτέλεια των φυσικών φαινομένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομοτελειακός — ή, ό [νομοτέλεια] αυτός που υπόκειται σε ορισμένους νόμους, αυτός που διέπεται από νομοτέλεια. επίρρ... νομοτελειακώς και ά με νομοτέλεια ή από νομοτελειακή άποψη … Dictionary of Greek
ιδεολογία — Όρος που αναφέρεται σε ένα σύνολο φιλοσοφικών, ηθικών και κοινωνικών ιδεών και αρχών και έλαβε ποικίλες σημασίες στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ντεστί Ντε Τρασί (1754–1836) για να δηλώσει την επιστήμη των… … Dictionary of Greek
αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… … Dictionary of Greek
διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των … Dictionary of Greek
ιρασιοναλισμός — και ιρρασιοναλισμός, ο (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος, η νόηση έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία για τη γνώση, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει, τουλάχιστον εντελώς, τη νομοτέλεια, τις ουσιαστικές ιδιότητες και τις αιτιακές σχέσεις… … Dictionary of Greek
κοσμοείδωλο — Όρος της φιλοσοφίας που υποδηλώνει την εικόνα που σχηματίζει ο άνθρωπος για τον φυσικό κόσμο όταν, ακολουθώντας τη μεθοδολογία των φυσικών επιστημών, συγκεντρώνει τα συμπεράσματα των πειραμάτων και των μετρήσεων, περιγράφει τα φαινόμενα, συνδέει… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek